- παγερότητα
- η1. η ιδιότητα τού παγερού («η παγερότητα τής ατμόσφαιρας»)2. μτφ. έλλειψη ζωντάνιας, θερμότητας, εγκαρδιότητας («παγερότητα τού ύφους»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παγερός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Μη χάνεσαι].
Dictionary of Greek. 2013.