παγερότητα

παγερότητα
η
1. η ιδιότητα τού παγερού («η παγερότητα τής ατμόσφαιρας»)
2. μτφ. έλλειψη ζωντάνιας, θερμότητας, εγκαρδιότητας («παγερότητα τού ύφους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγερός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Μη χάνεσαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παγερότητα — η η ιδιότητα, η εμφάνιση του παγερού: Η παγερότητα του χαιρετισμού του μ έβαλε σε υποψίες για τις προθέσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”